Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Marina Abramovic - Ulay.



Marina Abramovic & Ulay. Ένας μεγάλος έρωτας τη δεκαετία του ’70-80. Δύο ανατρεπτικοί καλλιτέχνες. Μαζί έκαναν πολλές παράξενες performances στην προσπάθειά τους να χαρτογραφήσουν τα όρια της αγάπης και της συμβίωσης μέσω της ζωντανής αναπαράστασης, προσπαθώντας παράλληλα να τοποθετήσουν την performance ως τέχνη ισάξια με τις υπόλοιπες. Ακόμα και το χωρισμό τους έτσι τον έζησαν. Περπάτησαν οι δυο τους για πολλές μέρες κατά μήκος του Σινικού Τείχους από αντίθετες πλευρές και συναντήθηκαν στη μέση. Αγκαλιάστηκαν και δεν ξαναείδαν ποτέ ο ένας τον άλλο... Μέχρι την αναδρομική της έκθεση στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Νέα Υόρκη 30 χρόνια μετά (τον Μάιο του 2010). Στο «The Artist is Present»*, τη μεγαλύτερη και πιο απαιτητική της performance, η ιέρεια της σύχρονης τέχνης παρέμεινε για τρεις μήνες απαθής σε μια καρέκλα. Για 7.30 ώρες τη μέρα καθόταν ακίνητη, χωρίς να έχει το δικαίωμα να πιει, να φάει ή να κάνει οτιδήποτε, και οι επισκέπτες μπορούσαν να καθίσουν απέναντί της σιωπηλοί για ένα λεπτό. 750 χιλιάδες άνθρωποι χάθηκαν στο βλέμμα της. Ανάμεσά τους, χωρίς εκείνη να το γνωρίζει, ήταν και ο Ulay...
(απο την athen's voice) 
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία με τίτλο  AAA-AAA, των Abramovic - Ulay, του 1976. Το θέμα είναι η σχέση ανάμεσα σε δύο εραστές.
(photo credits: http://pomeranz-collection.com/?q=node/39)

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Αφιερωμένο..



(Αφιερωμένο σ εκείνον/ εκείνη που σκοτώνει ζωάκια με δηλητήριο στη γειτονιά μας.)

Η πιο μεγάλη παγωνιά
στην καρδιά του ανθρώπου.
Εκείνοι που ρίχνουν δολερό φαρμάκι
σ’ ανυποψίαστα, σ’ ευγνώμονα πεινασμένα στόματα
με το ίδιο δηλητήριο σκοτώνουν
την ψυχή τους.
Εκείνα σπαρταρούν, με πόνο κι αγωνία
ως το θάνατό τους.
Για μας που τ αγαπούμε ο πόνος είναι στη μνήμη
κι η πίκρα στην επίγνωση πώς ένα ανθρώπινο χέρι
με μια κρυφή, φονική χειρονομία
έκανε τον κόσμο όπου όλοι ζούμε
ακόμα πιο σκοτεινό.
Γιατί αυτό το  χέρι που σκορπά οδύνη
πάνω απ όλα σκοτώνει
την αγάπη.
Το πιο βαθύ σκοτάδι
και το δριμύτερο ψύχος
εκπορεύονται απ την καρδιά του ανθρώπου.

Βασιλική

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Στον Πρίγκηπά μου..


"Αν όμως μ' εξημερώσεις, η ζωή μου θα γίνει ηλιόλουστη. Θα αναγνωρίζω το θόρυβο ενός βήματος διαφορετικού απ' όλα τ' άλλα. Τα άλλα βήματα θα με κάνουν να κρύβομαι κάτω από τη γη. το δικό σου, σαν μουσική, θα με τραβάει έξω από τη φωλιά μου."
 ................................................................................
"Όταν θα κοιτάζεις τον ουρανό τη νύχτα, αφού εγώ θα μένω σε ένα απ' αυτά, αφού εγώ θα γελάω σ' ένα απ' αυτά, θα είναι λοιπόν για σένα σαν να γελάνε όλα τ΄αστέρια. Εσύ θα έχεις αστέρια που ξέρουν να γελάνε" '
Antoine de Saint-Exupéry

..................................................................................
Μικρέ μου Πρίγκηπα κοιμήσου..

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Όπως σιγά σιγά βυθίζεται..






Όπως σιγά σιγά βυθίζεται
στη θάλασσα του ονείρου
κι αυτό το καλοκαίρι

κι όπως η σκέψη χαμηλώνει
να συναντήσει τις σκιές
του φθινοπώρου

εσύ να μου φυλάξεις
εκείνο το κοχύλι που μας ξέρει
μαζί να το κρατήσουμε
σαν ανταμώσουμε ξανά.

(έγραψε η Βασιλική, την Κυριακή 25 Αυγούστου 2013)
(image credits: http://farm9.staticflickr.com/8300/7892126764_c80fcfc419_z.jpg )

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Πέφτει, σηκώνεται..







Πέφτει, σηκώνεται 
με στόμα σχισμένο

στόμα μια ανοιχτή πληγή
μια πληγή που δαγκώνει

δαγκώνει ένα κομμάτι
του αδελφού του

μασάει ό,τι απέμεινε
απ τα λευκά καλοκαίρια
απ τη διαύγεια χρόνων αλλοτινών

Τώρα παντού ξένοι, παντού εχθροί

στους δρόμους, στις γωνίες
πρώτες πηγαίνουν οι σκιές
και πίσω τους τα σώματα

σώματα με στόματα που 
δαγκώνουν
δαγκώνουν για να μην κλάψουν

 Πόσος πόνος  ακόμα
για να μάθουμε, ίσως, κάποτε..

.. οτι η μόνη απάντηση
σ' ένα έρημο στόμα που δαγκώνει
είναι το φιλί;

(έγραψε η Βασιλική, στις 18 Αυγούστου 2013)
(Picture credits: http://payall.dk/data/images/the-inner-pain.jpg )

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

η καρδιά.. καρδιά..




ΕΛΕΓΚΤΗΣ, ΕΛΕΓΚΤΗΣ, ΑΛΛΑ ΚΙ Η ΚΑΡΔΙΑ - ΚΑΡΔΙΑ. 

(της Νίκης Βίκου)
 
Πριν από πάρα πολλά χρόνια, όταν η Ελλάδα ήτανε πάλι φτωχή, εξαιτίας όμως ενός πολέμου, μιας κατοχής κι ενός εμφυλίου, ο Τατάκος, πατέρας τεσσάρων παιδιών, με γυναίκα και πεθερά στην ευθύνη του, μετά από την πτώχευση της επιχείρησης του και οικογενειακή περιπλάνηση, προς άγραν του μεροκάματου, στην μισή Ελλάδα, βρήκε επιτέλους μια σίγουρη δουλειά, ως ελεγκτής στο ΚΤΕΛ μια επαρχιακής πόλης.

"Εύκολη δουλειά" του είπανε. "Θα ανεβαίνεις αιφνιδιαστικά στο λεωφορείο και θα ελέγχεις αν όλοι έχουν εισιτήρια. Όποιος δεν έχει θα του ζητάς να βγάλει επιτόπου κι αν αρνήθεί θα τον κατεβάζεις από το αυτοκίνητο. Θα σε αφήνει ο οδηγός σε μιά στάση και θα παίρνεις το επόμενο δρομολόγιο που θα έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση. Θα κάνεις και τις βόλτες σου, θα παίρνεις και τον αέρα σου"

Υπέγραψε το συμβόλαιο, ο μισθός ήταν καλός και με την προκαταβολή αγόρασε σοκολάτες για τα μικρά και μια ορτανσία για την γυναίκα του, που λάτρευε τα λουλούδια. Εκείνο το βράδυ, στο μικρό χαμόσπιτο είχαν ανάσταση.

Στις έξη το πρωί ξεκίνησε για την δουλειά, με γυναίκα και πεθερά να τον ξεπροβοδίζουν σταυρώνοντας τον.

Τις πρώτες μέρες στάθηκε τυχερός. Οι επιβάτες, τύπος και υπογραμμός, όλοι με τα εισιτήρια στα χέρια.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όμως, γύρω στις εννιά, ενώ ανέβηκε με ανακούφιση στο λεωφορείο, δεν ήταν μαθημένος σε τόση ερημιά, έπεσε πάνω στον πρώτο λαθρεπιβάτη της καριέρας του. Λαθρεπιβάτιδα για την ακρίβεια.Μια μαυροντυμένη και μαντηλοφορούσα ηλικιωμένη.

- Το εισιτήριο σας, παρακαλώ.

- Δεν έχω παιδάκι μου.

- Αν δεν προλάβατε να βγάλετε δεν πειράζει! Έχει και ο οδηγός εισιτήρια. Δώστε μου τα χρήματα να σας φέρω ένα.

Τον κυτούσε με μάτια πλημμυρισμένα από δάκρυα, ίδια με ανταριασμένες λίμνες κι έσφιγγε στην αγκαλιά της, λες και φοβότανε μην της το πάρει ένα μπογαλάκι με ρούχα.

- Δεν έχω λεφτά παληκάρι μου.

Ο Τατάκος τα έχασε. Έρριξε μηχανικά μια ματιά από το παράθυρο, μαύρο σκοτάδι και ως το επόμενο χωριό ήθελε ακόμη κανα δεκάλεπτο δρόμο.

- Που πάτε;

- Στο....... , το επόμενο χωριό. Ήμουνα στο νοσοκομείο, μια βδομάδα τώρα.

- Και δεν ήρθε κανείς να σας πάρει;

- Δεν έχω κανέναν, ο άντρας μου σκοτώθηκε στον πόλεμο πριν προλάβουμε να κάνουμε παιδιά.

- Είστε τουλάχιστον καλά τώρα;

- Ναι, δόξα τω Θεώ.

Ο οδηγός κάτι ψυλλιάστηκε, που τον είδε να καθυστερεί τόση ώρα και τον ρώτησε:

- Όλα εντάξει συνάδελφε;

- Ναι, τα λέμε εδώ με την γιαγιά, μοιάζει πολύ της μάνας μου κι έχω χρόνια να πάω στο νησί.

Η γριά χωριάτισα, άφησε επιτέλους το μπογαλάκι και του έπιασε σφιχτά το χέρι, σε ένα βουβό, τεράστιο ευχαριστώ. Συνέχισαν να συζητούν μέχρι τη στάση της, την καληνύχτισε και την βοήθησε να κατέβει με τα τρεμάμενα πόδια της τα σκαλιά.

Δεν ήταν όμως πάντα το ίδιο τυχερός, έτσι όλο και πιο συχνά υποχρεωνόταν να βγάζει ο ίδιος το εισιτήριο, πότε ενός ορφανού, πότε ενός γέροντα, πότε μιας χήρας. Με την ίδια πάντα δικαιολογία:

"Ξέρετε για την περίπτωσή σας το ΚΤΕΛ διαθέτει δωρεάν εισιτήρια."

Οι λαθρεπιβάτες από ανάγκη έκαναν πως τον πιστεύουν, οι οδηγοί σχολίαζαν μεταξύ τους τι μυστήριο τραίνο είναι ο καινούριος και ο Τατάκος πήγαινε σπίτι όλο και με πιο μειωμένο τον μισθό.

- Τι θα γίνει αγάπη μου; Πάλι λιγότερα σου δώσανε κι αυτόν τον μήνα;

- Είναι επειδή μαθαίνω τη δουλειά ακόμα.

- Σε ποιον τα πουλάς αυτά γαμπρέ! Πες ότι λυπάσαι τους ανθρώπους και τους πληρώνεις εσύ τα εισιτήρια. Και καλά κάνεις, δηλαδή.

Η πεθερά του, μια πανέξυπνη Σαμιώτισα, δεν υπήρχε περίπτωση να μην συμφωνήσει μαζί του.

Μπορεί να έφερνε συνέχεια λιγότερα χρήματα στο σπίτι, γύριζε όμως πάντα με τα χέρια γεμάτα, πότε με ένα καρπούζι, πότε με ένα ζεμπίλι μήλα, πότε με ένα σακί πατάτες. Η φήμη του έκανε τον γύρο των μικρών κοινωνιών των χωριών κι οι αγρότες, με κάθε τρόπο και παρά τις δικές του αρνήσεις, φρόντιζαν να του ξεπληρώνουν το καλό που τους έκανε με τον τρόπο τους. Πάμφτωχοι μεν, με αξιοπρέπεια όμως και σίγουρα όχι αγνώμονες.


Αυτή η κατάσταση κράτησε αρκετά χρόνια, ώσπου τον μετέθεσαν στο σταθμαρχείο, χωρίς ν΄αλλάξει και σε αυτό το πόστο η στάση του, οπως άλλωστε και σε όλη την 77χρονη ζωή του


Δεκαετίες μετά, στον θάνατό του, τα παιδιά και τα εγγόνια του με έκπληξη έβλεπαν το πλήθος που ήρθε να τον αποχαιρετίσει για στερνή φορά κι άκουγαν αγνώστους κάθε ηλικίας να λένε με δάκρυα στα μάτια.

"Δεν ξέρετε πόσα χρωστάω εγώ,, στον πατέρα σας, στον παππού σας! Άγιος άνθρωπος..."


(picture credits: http://www.beaccessible.org.nz/__data/assets/image/0018/8325/kindness1.jpg )

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Παγωτό.. σακκούλας (σε 5 λεπτά)



Θα χρειαστείτε:
2 πλαστικές τσάντες zip, 1 των 4 λίτρων και μια  1.5 λίτρου ή του ενός***.. (έχει τέτοιες σακούλες γνωστή μεγάλη μάρκα αλουμινόχαρτου)
Παγάκια (αρκετά για να γεμίσετε τη μεγάλη πλαστική τσάντα μέχρι τη μέση.)
Αλάτι 6 κουταλιές της σούπας (χοντρό αλάτι είναι το καλύτερο)

Για το παγωτό:
Μισό φλυτζάνι τσαγιού γάλα πλήρες
Μισό φλυτζάνι τσαγιού κρέμα γάλακτος (light αν προτιμάτε, αλλά καλύτερα η πλήρης)
(αν θέλετε μπορείτε να βάλετε μόνο κρέμα, όλο το φλυτζάνι, για πιό κρεμώδες παγωτό, ή μόνο γάλα για πιο ελαφρύ -αλλά θ αργήσει λίγο παραπάνω να πήξει)
2 κουταλιές σούπας ζάχαρη (αν το θέλετε λιγότερο γλυκό βάλτε 1.5 ή και 1)
Λίγη βανίλια.

Βάζετε τα υλικά του παγωτού μέσα στη μικρή σακούλα zip, κλείνετε καλά. Γεμίζετε τη μεγάλη με τον πάγο και το αλάτι, ως τη μέση περίπου. Τοποθετείτε τη μικρή σακούλα μέσα στη μεγάλη. Βεβαιωθείτε οτι η μικρή σακούλα έχει 'μπει' μέσα στον πάγο. Σφραγίστε και τη μεγάλη σακούλα καλά.

Αρχίστε να ανακινείτε τη σακούλα σα να χτυπάτε φραπέ στο σέικερ. Με μικρά διαλείμματα αν θέλετε, Σε 5 λεπτά περίπου θα δείτε οτι το μείγμα μέσα στη μικρή σακούλα έχει πήξει.
Το παγωτό σας είναι έτοιμο! Ανοίξτε τη μεγάλη σακούλα, αφαιρέστε τη μικρή απο μέσα, ανοίξτε την και απολαύστε!

***Αν η μικρή σας σακούλα είναι του μισού λίτρου βάλτε τη μισή ποσότητα γάλακτος/ κρέμας και ζάχαρης.

Εδώ βλέπετε κάτι ανάλογο με κοινές σακούλες (δεν θα τις προτιμούσα, αυτού του είδους το πλαστικό δεν κάνει για απευθείας επαφή με τρόφιμα, όμως θα μπορούσε να χρησιμοποηθεί μόνο η εξωτερική σακούλα ίσως..)



photo credits: http://sci-toys.com/scitoys/scitoys/thermo/ice_cream/done_in_bag.jpg


Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Μια αληθινή ιστορία..







Μια αληθινή ιστορία.. Απο τη Νίκη Βίκου..


ΑΣΕ ΠΟΥ ΕΓΩ ΜΕ ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ ΔΕΝ ΜΙΛΑΩ....
5 Αυγούστου 2013 στις 10:07 μ.μ.
Φέτος δεν έφαγα ούτε μια φορά γεμιστά. Ο γιος μου λόγω διαβήτη αποφεύγει το ρύζι και βαριέμαι να μαγειρέψω μόνον για μένα. Όταν λοιπόν είδα στον πίνακα έξω από ένα καινούριο μαγαζί έτοιμου φαγητού στο κέντρο "γεμιστά ορφανά" 4 ευρώ , αλλά και την σούβλα με τα κοτόπουλα -που τα συχαίνομαι - και μιας και είχα αργήσει με τις δουλειές μου, τόλμησα να κάνω την σπατάλη. Με υποδέχτηκε ένας χαμογελαστός 45ρης με μουστάκι και κοιλίτσα.
- Καλορίζικο το μαγαζί.
- Ευχαριστώ, είναι δυο μήνες που ανοίξαμε. Τι θα θέλατε;
-Μισό κοτόπουλο και μία μερίδα γεμιστά.
-Μισό λεπτό να σας τα ζεστάνω.
Ήμουν μπαϊλντισμένη από τον ήλιο και τις ατέρμονες και ατελέσφορες συζητήσεις στην τράπεζα, οπότε παρήγγειλα ένα αναψυκτικό και άναψα ένα τσιγάρο.(δεν παρανόμησα, υπήρχαν τασάκια στα τραπέζια όπως παντού άλλωστε)
Εκείνη την ώρα κι ενώ είχε κόψει και τυλίξει το κοτόπουλο, κοντοστάθηκε στην είσοδο ένα ζευγάρι μαύρων με ένα κοριτσάκι ανάμεσα τους 5-6 χρονών, σκέτη γλύκα. Η μικρή ζητούσε , στα ελληνικά, κοτόπουλο. Ο πατέρας την τράβηξε από το χέρι λέγοντας της, " όχι τώρα". Το κοριτσάκι όμως του ξέφυγε και μπήκε στο μαγαζί, από πίσω και η μητέρα της.
-Καλημέρα, θα ήθελα μισό κοτόπουλο.
-Δεν έχουμε. (μια παγωμένη μάσκα αντικατέστησε το καλοκάγαθο χαμόγελο στο πρόσωπο του εστιάτορα)
- Και αυτά; έδειξε την σούβλα που στριφογύριζε σκορπώντας την μυρωδιά πρόκληση για την μικρή, αλλά και το άλλο μισό του δικού μου, πάνω στο χαρτί..
- Είναι όλα πουλημένα!
- Έλα παιδί μου, πάμε να φύγουμε, παρενέβη ο πατέρας
Η μικρή κάθησε κάτω κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Η μάνα την σήκωσε και πήγαν να βγούν με κατεβασμένα κεφάλια.
- Μια στιγμή. Πάρτε το δικό μου. Θα φάει ο γιος μου μουσακά που του αρέσει περισσότερο.
Το ζευγάρι κοντοστάθηκε, το κοριτσάκι ξέφυγε από το χέρι της μαμάς της κι ήρθε κοντά μου, προσπαθώντας να φτάσει για να μου δώσει ένα φιλί. Το πήρα στα γόνατα μου.
-Πως σε λένε;
- Τέτα.
Ο φασισταράς στο μεταξύ είχε παγώσει. Το κοτόπουλο ήταν δικό μου. Δεν μπορούσε να μην το δώσει, δεν έκανε όμως την κίνηση. Το πήρα από τον πάγκο και τόδωσα στην μικρή. Ο πατέρας πλήρωσε με ευχαρίστησαν κι έφυγαν.
Σηκώθηκα κι εγώ, του πέταξα το αντίτιμο της πορτοκαλάδας και κατευθύνθηκα προς την έξοδο.
- Που πάτε; Τα γεμιστά σας!
- Να τα φας μόνος σου φασίστα!
- Μωρέ καλά σε κατάλαβα από την αρχή πως είσαι από τους άπλυτους. Δεν νρέπεσαι γυναίκα πράγμα. Δεν πουλάω σε μαύρους, δικαίωμα μου είναι. Να πάνε στις πατρίδες τους. Εμείς πεινάμε κι αυτοί μας κλέβουν τις δουλειές.
-Ρε άει στο διάλο που θα με πεις άπλυτη και πράγμα. Όσο περνά από το χέρι μου δεν θα ξαναπατήσει πελάτης εδώ μέσα, στο υπόσχομαι.
-Κάτσε καλέ κυρία να το συζητήσουμε (είναι και θρασύδειλοι)
Έφυγα, ήμουν τόσο εξαντλημένη από την τράπεζα που δεν είχα κουράγιο για κουβέντες, άσε που εγώ με ρατσιστές δεν μιλάω.
Νίκη Βίκου
 
(η φωτογραφία εδώ: http://31.media.tumblr.com/tumblr_lucf9gIjyb1r4xdbyo1_400.gif )